- φιλέξοδος
- -ον, Ααυτός που τού αρέσει να περιφέρεται έξω από το σπίτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἔξοδος (ἡ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλέξοδον — φιλέξοδος fond of going out masc/fem acc sg φιλέξοδος fond of going out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek